- φορμάρω
- φορμάρω, φορμάρισα βλ. πίν. 55
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φορμάρω — Ν 1. δίνω μορφή, δίνω σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω 2. καλουπώνω 3. μέσ. φορμάρομαι αποκτώ φόρμα, αποκτώ καλή φυσική κατάσταση και καλή ψυχική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. formare < forma < λατ. forma «σχήμα, μορφή»] … Dictionary of Greek
φορμάρω — φόρμαρα και φορμάρισα, φορμαρίστηκα, φορμαρισμένος 1. διαμορφώνω, σχηματίζω, πλάθω. 2. η μτχ. παθ. πρκ. ως επίθ., φορμαρισμένος, η, ο αυτός που βρίσκεται σε φόρμα, που έχει γίνει πολύ ικανός, πολύ άξιος: Φορμαρισμένος ποδοσφαιριστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορμάρισμα — το, Ν [φορμάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φορμάρω («φορμάρισμα τών μαλλιών») … Dictionary of Greek
ξεφορμάρω — 1. βγάζω κάτι από τη φόρμα του, από το καλούπι του 2. αλλάζω το κανονικό σχήμα ενός αντικειμένου, την αρχική μορφή του, προσδίδω σε κάτι άλλη μορφή, τό κάνω να χάσει τη φόρμα του 3. μέσ. ξεφορμάρομαι παύω να είμαι φορμαρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
προτυπώνω — προτυπῶ, όω, ΝΜΑ [τυπῶ] σχεδιάζω εκ τών προτέρων το σχήμα ενός αντικειμένου που πρόκειται να κατασκευαστεί μσν. συμβολίζω («τριμερὴς δὲ ἡ ψυχή ἡ ἐν αὐτῷ προτυποῡσα τὴν ἁγίαν τριάδα», Αναστ.) μσν. αρχ. 1. δείχνω εκ τών προτέρων ή προδιαγράφω 2.… … Dictionary of Greek
σουρβετάρισμα — και σουρφετάρισμα, το, Ν (ιδιωμ.) ναυτ. βίαιη ανατροπή σκάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουρβετάρω / σουρφετάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. φορμάρω: φορμάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
σουτάρισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουτάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουτάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. φορμάρω: φορμάρισμα)] … Dictionary of Greek
φορμαρισμένος — η, ο, Ν (για πράγμ.) διαμορφωμένος, σχηματισμένος 2. (για προσ.) αυτός που βρίσκεται σε φόρμα, σε καλή φυσική κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορμάρω + κατάλ. ισμένος τών μτχ. τών ρ. σε ίζομαι] … Dictionary of Greek
φορμαριστός — ή, ό, Ν αυτός που πήρε φόρμα, που έχει προσλάβει μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορμάρω + κατάλ. ιστός (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek